|
любящий путешествовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово любящий путешествовать? — φιλαπόδημος как с (ново)греческого переводится слово φιλαπόδημος? — любящий путешествовать — απακεττάριστος — συνηθισμένος — σπιτάκι — ειρηνευτής — ταρτορούγα — στερώ — ρωπογραφία — απανωβάνω — νομοτελεστικός — χρηματολογικός — αναχεντρώνω — πολυβολείο — αφοριστικός — εθελοθυσία — καθίζημα — εποχλεύω — σβήστρα — ένθλιψη — ρεβένι — ατσάκιστος — καλλιτσάγγαρος |
|||