|
покрытый пеной; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово покрытый пеной? — αφροστέφανος как с (ново)греческого переводится слово αφροστέφανος? — покрытый пеной — ησυχασμός — συμφύρομαι — ιταλιωτικός — φωτότυπο — συγκλονισμός — αϋφαντάκος — λουσαρίζω — λησταποδοχή — λιγδής — θεοδολίτιο — ορυκτέλαιο — συναφής — μπουφετζής — εξιδανικεύω — προφορικότητα — επιβραβευτικός — παρενδυτικός — παρατηρούμαι — εξακολουθητικός — κεφαλαιοποιούμαι — άτεγκτος |
|||