|
, χλαίνη η воен. шинель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шинель? — χλαίνα как с (ново)греческого переводится слово χλαίνα? — шинель — αρματολικός — σκιάδι — απειράγαθος — γόβα — θωρακοφόρος — σπουδαιολογία — σίδερο — γαργαρίζω — τίγκι-τάγκα — εβραιοπούλα — αλληλοσεβασμός — λιανοτούφεκο — διαμάχομαι — σαγόνι — εξάδελφος — φιλοξενώ — ξυλένιος — σταχυολογω — τσίτ — εθισμός — ανεπαχθής |
|||