Новогреческий словарь
κρεατωμένος
κρεατωμέν|ος
мясистый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мясистый
? —
κρεατωμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρεατωμένος
? — мясистый
#
(ново)греческий словарь
—
εμπεριεκτικός
—
οστεωδυνικός
—
αρζαντάν
—
κολυμβητά
—
ζηλαδέρφια
—
επικαίω
—
γιάρι
—
γενναριάτικος
—
εγγόνι
—
θρηνωδώ
—
κιγκλιδώνω
—
κρησαριστός
—
σωστικά
—
αναιρέτης
—
αστέγνωτος
—
πλουτοπαραγωγικός
—
διανομείον
—
αναδιπλωμένος
—
μνημονική
—
κλαίω
—
αρχιεπιστάτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве