Новогреческий словарь
επταπλασιάζω
επταπλασιάζω
увеличивать в семь раз
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
увеличивать в семь раз
? —
επταπλασιάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επταπλασιάζω
? — увеличивать в семь раз
#
(ново)греческий словарь
—
άψαλτος
—
κατσαρός
—
αστοιχείωτος
—
αποδάσωση
—
πικές
—
μούρη
—
νεοφοβία
—
αμφιθαλής
—
διοπτροφόρος
—
μυρωδικό
—
μπλοφάρω
—
ασφαλισμένος
—
σχιστώδης
—
προαγωγικός
—
σφίξιμο
—
νοικοκυρεμένα
—
έκτοτε
—
επιπλουργικός
—
χορηγία
—
αλάβαστρος
—
ρίζωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,