Новогреческий словарь
καταδικός
καταδικός
(μου, σου κ. λ. π.)
принадлежащий только мне
(тебе и т. д.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
принадлежащий только мне
? —
καταδικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταδικός
? — принадлежащий только мне
#
(ново)греческий словарь
—
προσφορά
—
ακαβάλληγος
—
σκαλτσούνι
—
εκπλατύνω
—
επαναστατώ
—
επιστρατεία
—
ποδοκίνητος
—
ερευνήτρια
—
νωθρότητα
—
κούρσευμα
—
κατακλείδι
—
πραξικοπηματικός
—
επαυχένιος
—
τανύζω
—
παιδεραστής
—
παραδουνάβιος
—
γαλέος
—
υπογόνιμος
—
ασήμαντος
—
σιδηρούχος
—
αντικαπιταλισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве