|
толстокожий (о плодах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово толстокожий? — φλουδερός как с (ново)греческого переводится слово φλουδερός? — толстокожий — κουκιά — γαριδόσουπα — συμπαρατάσσω — στρυμώχνομαι — αμερικανισμός — ανάχυμα — ασβεστοκονία — εξοπλισμός — Ρωμαία — απροσκάλεστος — ανθοδέτρια — ένδοσις — φτωχοδέρνω — μανόμετρο — βαθύφωνο — επιστόμωση — βελτιώνω — ένας — αδιάλλακτος — εξόπλιση — πλέθρο |
|||