|
громким голосом, громогласно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово громким голосом? — μεγαλοφώνως как на (ново)греческом будет слово громогласно? — μεγαλοφώνως как с (ново)греческого переводится слово μεγαλοφώνως? — громким голосом, громогласно — άσπορος — νεφελοειδής — ρουσφετολόγος — διακονάω — εκμεταλλευόμενος — τοξικολογικός — παρωδούμαι — μάργαρο — ρητινοσυλλέκτρια — κογχυλιάτης — στηθούρι — λαμπόγυαλο — Μογγόλα — βούρλισμα — χρεοκοπία — αρνόδερμα — υπερθεμάτιση — βιβλιοφύλακας — απογοητεύω — αργοψένω — αρχοντάνθρωπος |
|||