|
η воровка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воровка? — βουτήχτρα как с (ново)греческого переводится слово βουτήχτρα? — воровка — ανεμοπύρωμα — λαστιχάκι — φιλοτάραχος — ταχυρόλο — ξαπλώνω — μύκητας — εγκλιτικό — αφίεμαι — άβαπτος — σιντέφι — επιστήμονας — μποϋκοτάρισμα — προστυχόκοσμος — εκκαμινευτής — ελαφίνα — περιαδράχνω — ανασυστήνω — άπατρις — απομυζώ — λευκωματώδης — αξιομακάριστος |
|||