|
пригодный для орошения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пригодный для орошения? — αρδεύσιμος как с (ново)греческого переводится слово αρδεύσιμος? — пригодный для орошения — λιθανθρακόπισσα — εαυτός — κωλοφαρδία — ασφάλιχτος — αναμένω — νεωτερίστρια — φόμπ — ψυχονεύρωση — ακριβώς — ανάζερβη — ψυχοθεραπεύτρια — περιορισμός — στάχτωμα — σπλάγχνο — απειροκαλία — εξανάστροφα — ελατοβούνι — μαμμούθ — στιλβωτήριο — τσινίζω — μποτσάρισμα |
|||