|
привилегированный; οι ~ες τάξεις — привилегированные классы; αυτός είναι ~ τής ζωής — [phrase]он баловень судьбы, ему в жизни повезло[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово привилегированный? — προνομιούχος как с (ново)греческого переводится слово προνομιούχος? — привилегированный — κουλάκικος — συλλοβόγριφος — αργοπάτητα — ακρώμιον — ακροδέκτης — οκτάκις — ρινηλασία — λεγεωνάριος — πεντικιούρ — ξηραντήριο — επικουρνκός — ιππηλάτης — γκαλντερίμι — μινιόν — αρτυμένος — υπερκεφαλαίωση — καραβοτσάκισμα — αμφικολύπτω — ξέπλυμα — χρυσοποικιλτής — εμβρόντητος |
|||