|
αόρ. от επιθέτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επέθεσα? — — ρικνότης — ξιπασιά — φλιά — ακροζυγιάζομαι — ξώπορτα — τσάφ — κεραμοσκεπή — πεντόλιρο — λησμονιέμαι — αντιγράφω — ισοζύγιο — κλωσσώ — επανατάσσω — πλημμύρισμα — ψυχογράφος — απονιά — μικροπονηρία — τρεχάλα — σύσταση — σαλιγγάρι — αποτελούμαι |
|||