|
το завод(__,__) изготовляющий гильзы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово завод, изготовляющий гильзы? — καλυκοποιείο как с (ново)греческого переводится слово καλυκοποιείο? — завод, изготовляющий гильзы — αέριος — φαρμακοληψία — σκευοθήκη — αντιυγροσκοπικός — ξεψαρωμένος — αντιαεροπλοϊκός — δρομόμετρο — κακουργοδικείο — φόρος — σχολαστικός — αλειμματιάρης — εστιάδα — βαροθερμόμετρο — ξινό — τραχεία — ηθογράφος — ολομέταξος — εμβέλεια — συνδιασκέπτομαι — καταστενοχωρώ — δούρειος |
|||