Новогреческий словарь
γιαπωνέζικα
γιαπωνέζικα
1.
по-японски
;
2. (τά)
японский язык
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
по-японски
? —
γιαπωνέζικα
как на
(ново)греческом
будет слово
японский язык
? —
γιαπωνέζικα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γιαπωνέζικα
? — по-японски, японский язык
#
(ново)греческий словарь
—
βουλγαρικά
—
λησταρχείο
—
πυριτόλιθος
—
σιγκούνο
—
βήξιμο
—
φωτογραφικός
—
μυθολόγος
—
κρουστάλλι
—
ευταξία
—
γεωμέτρις
—
μαλακομπούκωμα
—
πλάγια
—
βερβέλι
—
δολιοφθορά
—
καθολικότητα
—
κατάστηθα
—
γκρεμώ
—
αντένδειξη
—
απιστομιούμαι
—
παννυχίδα
—
αυτοάμυνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве