|
1. похожий на золото; 2. (ο) златоглазка (насекомое) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово похожий на золото? — χρυσωπός как на (ново)греческом будет слово златоглазка? — χρυσωπός как с (ново)греческого переводится слово χρυσωπός? — похожий на золото, златоглазка — τοξικομανία — ταχυπαλμία — ανύχτωτος — βία — ρίψασπις — νυγμός — ερευνητνκότητα — Ελλάδα — ανασφάλεια — πεντηκονταετηρίδα — ευχερής — χρυσαφής — κανναβωτόν — αισθητικός — συνομιλώ — αλλογενής — περιοδεία — σατιρικός — αφεντογυναίκα — παραγκώνιση — αμετάπλαστος |
|||