|
товарный; ~ή οικονομία — товарное хозяйство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово товарный? — εμπορευματικός как с (ново)греческого переводится слово εμπορευματικός? — товарный — ακόρδωτος — νεραϊδόπουλο — ανταπαίτηση — μαχμούρλίδισσα — κακοποιούμαι — εικοσαπλούς — αποβλέπω — παζάρευμα — γλιγουδιάρης — ύπαιθρος — γνωμικός — ρωμαϊκός — βιταμίνες — καζουϊστική — σπιτάλιο — εβδομηκονταετηρίδα — φαρμακοπότης — έξαρση — ανεχόρταγος — στένωμα — σέλινο |
|||