εμπορευματικός

формы словаβ
εμπορευματικός
товарный;
          ~ή οικονομία — товарное хозяйство



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово товарный? — εμπορευματικός
как с (ново)греческого переводится слово εμπορευματικός? — товарный


ακόρδωτοςνεραϊδόπουλοανταπαίτησημαχμούρλίδισσακακοποιούμαιεικοσαπλούςαποβλέπωπαζάρευμαγλιγουδιάρηςύπαιθροςγνωμικόςρωμαϊκόςβιταμίνεςκαζουϊστικήσπιτάλιοεβδομηκονταετηρίδαφαρμακοπότηςέξαρσηανεχόρταγοςστένωμασέλινο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit