|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μετρητικός? — — κατασκεπαστός — κουνουπιδόσουπα — φθείρω — διαλέγω — σκληρόμετρο — προσμειγνύω — καθρεφτάδικο — αντίρρησις — βυσμάτωμα — κρετινισμός — αυτοδύναμο — γεροντοβρόσια — σύναπάντεμα — καπιταλισμός — αζευγάριστος — υποταγή — λεξικογραφία — πλαστός — αντινευρικός — ρινόκερος — καρδιοπαθής |
|||