|
(αόρ. διέσφιγξα) уст. стискивать, сдавливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стискивать? — διασφίγγω как на (ново)греческом будет слово сдавливать? — διασφίγγω как с (ново)греческого переводится слово διασφίγγω? — стискивать, сдавливать — ακανθοειδής — ζουζουνάκι — σεχταρίστρια — μελιτόφιλος — αλαφροχειμωνιά — οδοντοκεραμική — κυβέρνηση — καταρράχτης — ψαθάκι — αμπώχνω — μπερμπάντικος — αχτίδα — πίφφερο — τηλεομοιότυπο — αγριος — επιχρυσωμένος — ασφούγγηστος — υφιστάμενος — χωνοειδής — κατάπτυστος — Ισπανή |
|||