|
мед. струпный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово струпный? — εσχαρώδης как с (ново)греческого переводится слово εσχαρώδης? — струпный — πιώμα — αμφικίνητος — καλοταΐζω — σιγουρεύω — προσοσιαλιστικός — αγγελομαχώ — τζαμπατζής — χρηματιστική — αμαυρωτής — συνδετικός — κεραμίδωμα — αρναούτι — τρίαρχος — καταστροφή — ενώτιον — ανησυχαστικά — μηναίον — πραγματικά — γέρασμα — απανωγόμι — λάρυγγας |
|||