|
η учёная степень (соответствует кандидатской степени в России); διατριβή επί ~ — кандидатская диссертация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово учёная степень? — διδακτορία как с (ново)греческого переводится слово διδακτορία? — учёная степень — άφτω — ενσφηνώνω — καταπάτηση — αλογήσια — μπαντανόβουρτσα — κλούβιασμα — σπανάκι — έκπλους — ναυτολόγος — μαγνητοθεραπεία — προγραμματισμα — σόλφέτζιο — προβάλλω — πολυσυλλάβως — αλογοδότητος — ξάγρυπνος — υπνώνω — αδειαστικά — προδοτικός — άρμα — στάλσιμο |
|||