|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ζυγιάζω? — — μελοποίηση — τρυτάνη — ορυκτολογικός — τσιφλίκι — εγωλάτρισσα — αποβαρβάρωση — παννί — κυβευτής — ακόντισμα — φαλαινοθηρικός — οροσημαίνω — κοινότητα — σιχασιά — βριζαμιά — αποφοιτήριο — φύλαρχος — αεριοποιήσιμος — θαυματοποιός — αυτογαμία — βούρκος — άθλησις |
|||