|
(-αρος) τό нектар; === κρασί ~ — марочное вино #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нектар? — νέκταρ как с (ново)греческого переводится слово νέκταρ? — нектар — ξύριχθυς — απέθανα — μελαχρινός — νευρόπονος — παιδεύω — γυμνασιαρχείο — υποδοχέας — τριτόκλιτος — προειδοποιημένος — βυθοκόρος — Σίβυλλα — δασονομείο — στρατοπέδευση — ροογράφος — ανεβατός — βικία — μολυβδοσωλήνας — γλιστεράδα — γνωματεύω — εξυπηρετικός — παραπαίρνομαι |
|||