Новогреческий словарь
πλατύς
πλατύς
широкий, обширный
;
~ειά σιδηροδρομική γραμμή — ширококолейная железная дорога
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
широкий
? —
πλατύς
как на
(ново)греческом
будет слово
обширный
? —
πλατύς
как с
(ново)греческого
переводится слово
πλατύς
? — широкий, обширный
#
(ново)греческий словарь
—
ρυπαρογράφημα
—
μικροβιόμετρο
—
απειροπληθής
—
σχιζοφρενία
—
χλιδάτος
—
ακατάκτητος
—
ξεβιδώνομαι
—
κεράμειος
—
ξιφομάχος
—
αρχικελευστής
—
έξοδο
—
αντιπρυτανεία
—
απογεμάτος
—
ενδοφλεβίτις
—
γλύφω
—
κατοικίζω
—
αλετρόπιασμα
—
κόρακας
—
ανάγερμα
—
γλωσσοκοπία
—
εργάτρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,