|
приставка, означ. повторное действие: ξαναβάφω — перекрашивать, снова красить #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξανα-? — — ατραγουδιστός — μοντέλο — σύνταγμα — χρεμέτισμα — συμβιβαστικός — ανεξιχνίαστος — ηρέμηση — ενέσιμος — βίλα — ολοφάνερα — σχολιό — επαινετήριος — προσνήωση — πρωταρχικά — εξάποδος — ξανατύπωμα — καρουλιάζω — συναινώ — πρωτοπαθής — μπιζελόσουπα — μακροβούτι |
|||