|
το калейдоскоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово калейдоскоп? — καλειδοσκόπιο как с (ново)греческого переводится слово καλειδοσκόπιο? — калейдоскоп — αξιονάγνωστος — λοφώδης — υποχείριο — αναβιωμένος — φρόντισμα — κανονισμός — ανυπόχρεος — λυσσακό — φαινικό — σωροκουβαριάζομαι — ισοπεδωτής — χωροστάθμη — ισπανικός — μουνάκιας — κρεοηώλης — πρόσληψη — προσδιορίζω — διαπερατότητα — κρυφομιλάω — ανηφόρι — ανταποδενκνύω |
|||