|
το послушное, слепое орудие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слепое орудие? — ενεργούμενο как с (ново)греческого переводится слово ενεργούμενο? — слепое орудие — καπνοπωλείο — χαροποιώ — κυπαρισσένιος — εμβάς — ράγα — γλυκοχαράζει — συμπεριφορικός — κατασκευή — κατώφλια — αντικρύζω — συνίσταμαι — διηπειρωτικός — βυζάκι — βαρύθυμα — πανούργος — ψευδομονάδα — γειτονόπουλο — σαμποταριστής — εισπράκτορας — επικαρπωτής — τρίτη |
|||