Новогреческий словарь
ετεροδοξία
ετεροδοξία
η 1)
иноверие
;
2)
инакомыслие
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
иноверие
? —
ετεροδοξία
как на
(ново)греческом
будет слово
инакомыслие
? —
ετεροδοξία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ετεροδοξία
? — иноверие, инакомыслие
#
(ново)греческий словарь
—
αεροκοπόνισμα
—
χαριτολογία
—
πολφικός
—
διαμέτρημα
—
απαλλαγή
—
καμηλιέρης
—
αλευτέρωτος
—
αφράλα
—
παρακωλύω
—
φαρμακοπότης
—
γνέμα
—
τετραψήφιος
—
ανάπαψη
—
ανθελονοσιακός
—
νοσοφόρος
—
ενταύθα
—
γαλλικά
—
σουρτούκω
—
σπέρδουκλι
—
αναπόδειχτος
—
αλατοφόρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω