|
προστ. от είναι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έσο? — — κύηση — ματαγυρίζω — μέ — τραυλίζω — υπέρψυχρος — αποπαίρνω — βοτανολόγιο — ερημητήρι — βλεφαριδοφόρος — ιστάμενος — Διεθνής — καρμπονάρος — ελεήμονος — γλυκοξέφωτα — αχνός — διχοτομούσα — Γερμανία — σύσπαστον — νουβέλλα — προσηλυτίσιμος — ισοζυγισμός |
|||