Новогреческий словарь
επιψευδαργυρώνω
επιψευδαργυρώνω
оцинковывать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
оцинковывать
? —
επιψευδαργυρώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιψευδαργυρώνω
? — оцинковывать
#
(ново)греческий словарь
—
ενβεκάγωνον
—
εσταντανέ
—
τυχαιότητα
—
λευκαντικό
—
ξυλοκόπημα
—
δέλλος
—
διακριτικότητα
—
πληθυσμός
—
καταχειροκροτάω
—
υπάνθρωπος
—
υαλογραφία
—
αναδειγμένος
—
βιολοντσέλλο
—
σαραντάρι
—
λόγιος
—
αντιχαιρέτισμα
—
καρπερός
—
ανταπεργιακός
—
χειλάκι
—
ψιλοκαμωμένος
—
λάκκωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве