Новогреческий словарь
συμπατριώτισσα
συμπατριώτισσα
η
соотсчественница; землячка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
соотсчественница
? —
συμπατριώτισσα
как на
(ново)греческом
будет слово
землячка
? —
συμπατριώτισσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμπατριώτισσα
? — соотсчественница, землячка
#
(ново)греческий словарь
—
ψειρόχορτο
—
στέγασμα
—
ανάφλεξη
—
διαιρετικό
—
κατάγω
—
μετασκευή
—
αρμεχτάρα
—
μαραγγιάζω
—
αεροπληθής
—
ηδύτητα
—
ξέδομα
—
αρχιναύκληρος
—
προδικάζω
—
αχρωματικός
—
οριεντάλ
—
αλυφαντής
—
ξαστοχαίνω
—
τριακονταπλούς
—
επισκέπτρια
—
συγγένισσα
—
κρέξ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω