|
παθ. αόρ. от άκροωμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ηκροάσθην? — — αποθαρρώ — θειάφισμα — κυβερνητική — υπαναχωρώ — καρυοθραύστης — σίελον — τραβηγμένος — φωτοσβεστικός — διοπύρωση — ίσο — αλάνθαστος — επακουμβώ — ανέκδοτο — ευεργέτης — αρχαιότερος — Μετέωρα — μιαντός — εικοσαπλούς — υγειονομικόν — αμυγδαλόψιχα — αιτιώδης |
|||