Новогреческий словарь
σαρκίο
σαρκίο
το 1)
презренная плоть
;
2) ирон. :
τρέμει γιά τό ~ του — [phrase]он дрожит за свою шкуру[/phrase]
;
μόνον διά τό ~ του φροντίζει — [phrase]он заботится только о своей шкуре[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
презренная плоть
? —
σαρκίο
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαρκίο
? — презренная плоть
#
(ново)греческий словарь
—
εφημεριδογραφικός
—
ποζάρω
—
εξεταστέους
—
επαμφοτερής
—
κέλευσις
—
ψυχερός
—
εφοπλιστής
—
βαθέως
—
πενταφωνία
—
μαγνητόμετρο
—
δυσωδία
—
φεγγαροκυρά
—
πλαστουργώ
—
οδηγός
—
συναρμολογώ
—
αλεξανδρινός
—
λιγουρευτός
—
εμπάθεια
—
εύθρυπτος
—
εκεχειρία
—
μουλαρόδρομος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве