|
полудикий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полудикий? — ημιάγριος как с (ново)греческого переводится слово ημιάγριος? — полудикий — σπαθιά — προχθές — πριονόμυλος — ο — καζίκι — επιθυμητικό — επιχειρηματολογία — βυζαίνω — βρεφοζυγός — άγαρμπα — μακροχρονιότητα — βουτυριακή — ξεφύλλισμα — Αφγανιστάν — μονόπατος — στομαχιάρικος — φροξινάνθι — αρταποθήκη — Μαυράκης — οξύχολος — κ |
|||