|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово νταβατζιλίκι? — — άνεργος — συμπεριφορά — μακάκος — πυροδοτώ — αθάμαχτος — αιμοδότρια — ομπρελλάς — τραβηξιά — θορυβοποιώ — συμφωνόληκτος — κρυστάλλουργείο — μουσικοθεραπεία — ευχαριστία — δυσκολεύω — υπερωκεάνιο — ικανοποιημένος — υποκρύπτω — μονόκαννος — πλευρόπονος — χάσικος — επακουμβητήριον |
|||