|
человек(__,__) накурившийся гашиша #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово человек, накурившийся гашиша? — μαστουρεμένος как с (ново)греческого переводится слово μαστουρεμένος? — человек, накурившийся гашиша — ανεμομάζωμα — σαπροφυτικός — λίγο — αλιευτική — βλαχιά — απονομή — αγγελοζωγραφιστός — μανουάλι — συνεχόμενος — διάπλατος — κουμάσι — βαλής — ψείριασμα — χλωρικός — διαπνοή — βιβλιοχαρτοπώλισσα — αβούλητος — κιτς — ζυγόδεσμο — διεγέρτης — γιατσάδα |
|||