|
обезжиривать (молочные продукты) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обезжиривать? — αποβουτυρώνω как с (ново)греческого переводится слово αποβουτυρώνω? — обезжиривать — αλευραγορά — ξακολουθώ — κουκκί — πανηγυρτζίδικος — μισοφόρι — μεταγωγικός — κουτσομάγαζο — χαρτοθέτης — στραγάλι — μπαμπαδάκι — μινοράκι — ματαιολογία — σπαθιστής — σταυροκοπιώμαι — αγαπητική — θριαμβεύτρια — πικρογέλαστος — ετεμον — ανασκιρίζω — οχλέας — λουτράρης |
|||