Новогреческий словарь
εμψυχώνομαι
εμψυχώνομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμψυχώνομαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δικάσιμος
—
αντεροβγάλτης
—
αμάλλιαστος
—
αγριλίδα
—
βροντόλαλος
—
προστατίτιδα
—
θαυματουργικός
—
δοκιμασμένος
—
δίωτος
—
κατασχετήριο
—
ασήμαντο
—
προανακρίνω
—
ψάχνω
—
βουτυράς
—
αντίστοιχα
—
τεντζερέδες
—
κρένω
—
δεκάωρος
—
ημερονύκτιο
—
τραμπουκισμός
—
νταραβέρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве