Новогреческий словарь
μουντώνω
μουντώνω
тускнеть, сереть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тускнеть
? —
μουντώνω
как на
(ново)греческом
будет слово
сереть
? —
μουντώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μουντώνω
? — тускнеть, сереть
#
(ново)греческий словарь
—
αποστέωση
—
ελευθεροπρεπής
—
παραφροσύνη
—
παράγραφος
—
σίγουρος
—
πιστοχρεώνω
—
σαγονιά
—
κτητικός
—
αισθητικώς
—
απλάγιαστος
—
σφένδαμνος
—
στεφανωτός
—
καλιά
—
βενζινόπλοιο
—
πολλαπλασιαστικός
—
μονοκατοικία
—
στεφανωμένος
—
κουτσομεσιάζομαι
—
σκανδαλοποιός
—
χωνευτός
—
συρματοποιία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве