Новогреческий словарь
αντικατροπτισμένος
αντικατροπτισμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντικατροπτισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ψυχοπαθολογία
—
ξαγριεύω
—
διετία
—
λυσσασμένος
—
διαφορικό
—
περικεφαλαία
—
μοτοσακό
—
εξωκλήσι
—
αυτομουντζώνομαι
—
μπέζ
—
σαφρακιάζω
—
αρρενοθήλεια
—
ευθυμολογικός
—
χορτοκοπία
—
μαγνητίτης
—
ενδοξότητα
—
φαρμακόγλωσσος
—
βακέτα
—
φιλιότσα
—
ολιγόζωος
—
βαριοπέφτω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве