Новогреческий словарь
προσεπιμέτρηση
προσεπιμέτρηση
η юр.
определение
(меры наказания)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
определение
? —
προσεπιμέτρηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
προσεπιμέτρηση
? — определение
#
(ново)греческий словарь
—
καταφυγή
—
πρόσφορο
—
πιστεύω
—
κοσμαγάπητος
—
οργανοειδής
—
εθνισμός
—
υποδικοκατάδικοι
—
σύμβαμα
—
ακτινοσκοπώ
—
επονείδιστος
—
καταπατώ
—
χιλιάρικος
—
ενοικιάστρια
—
καταπόνηση
—
ασφαλτούχος
—
επιβάλλομαι
—
τροχοπεδιλοδρομία
—
αυτοκρατορισμός
—
εξαετία
—
ηλεκτρομετολλουργία
—
οξονικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве