|
το веко #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово веко? — γλέφαρο как с (ново)греческого переводится слово γλέφαρο? — веко — ανδρόγυνο — λοχανοφάγος — σαλοτραπεζαρία — χνάρι — δόκανο — σέρβικος — αναφέρομαι — καϋμένος — καλογερικός — συλημένος — υπολειμματικός — ξαπλάρω — κρέμ — ασύγκλητος — στιχούργημα — αναβαίνω — ντοκουμέντο — αφάγανος — εξανίσταμαι — πυριτιδόκονις — ψυχοβλαβής |
|||