|
(-όντος) τό физ. катион #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово катион? — κατιόν как с (ново)греческого переводится слово κατιόν? — катион — αντίκα — μονοψήφιος — συλβία — δασύπτερος — ακριτομυθία — ταχύρυθμος — μαλογανιά — σταθμητικός — ψηφιοποιούμαι — γιαχνί — διαθέσιμος — σκανιάζομαι — δικρανωτός — αξιοπρεπώς — αποθησαυριστής — ιστιοπλοΐα — μεγαλοφυής — φαρμπαλάς — λαός — έξαλλος — γλυκαντικός |
|||