Новогреческий словарь
σκουπίδι
σκουπίδι
το
сор, мусор
κάνω σκουπίδια - сорить, засорять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκουπίδι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δυσμετάρλητος
—
ψυχογιός
—
πλούμισμα
—
πηκτή
—
παρανοϊκός
—
διαστρεβλώτρια
—
εξωνητικός
—
μελανούρι
—
κατάλοιπο
—
παρατεντώνω
—
μπουλούκα
—
τονώ
—
μοσχοπεπονιά
—
άβροχος
—
πολφικός
—
ασημύ
—
απλωτός
—
πισσωτής
—
σμμοκονιαστής
—
ξεμαλλιάζω
—
εχέμυθος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве