|
το сор, мусор κάνω σκουπίδια - сорить, засорять #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκουπίδι? — — πείσμων — πονοκεφάλιασμα — ξεσπιτώνω — ανασείω — σελίδωση — γκέλλι — φέρελπις — ζήτα — αποστακτήρας — μπαγκιέρης — προβατήσιος — ψαμμώδης — αφλύκταινος — αποβλάκωση — οπίσθιος — ενθρονιάζομαι — φύλλο — αλμπαγάς — μοσχομυριστός — αποσάρωμα — βαρέλα |
|||