Новогреческий словарь
ιεροκριτικός
ιεροκριτικός
инквизиторский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
инквизиторский
? —
ιεροκριτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιεροκριτικός
? — инквизиторский
#
(ново)греческий словарь
—
θαμπόγυαλο
—
κανών
—
συνδιαλλάσσομαι
—
μπεζερίζω
—
ταχυμάθεια
—
επτάτομος
—
αποδεικτέος
—
αεροδόκη
—
Μεξικάνος
—
αλογάκι
—
ξεστάχυασμα
—
αμφιδέξιος
—
αμάχη
—
ξέγνοιασμα
—
θανατηφόρος
—
συννεφιασμένος
—
ημίπτωτος
—
ελαφρόγιομος
—
αποτείχιση
—
εμπόδιση
—
κοντσίνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,