|
(-ωνος) ο ряса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ряса? — τρίβων как с (ново)греческого переводится слово τρίβων? — ряса — τελευτώ — συνεταιρισμένος — αμετάκλητος — εκταίος — παραγιομίζω — εξαγορεύω — τουρκοκρατία — αντικατασταίνω — ξαλαφρώνω — ουλώδης — κρέβατος — έκδηλος — κατάκριτος — ευδόκηση — κενότητα — ιδανικότητα — ξανθοτρίχα — ψυχωσικός — παρακεντώ — εύγραμμος — κατακαημένος |
|||