Новогреческий словарь
αυτομετασχηματιστής
αυτομετασχηματιστ|ής
ο
(авто-)трансформатор
[x:trans]авто-трансформатор;трансформатор[/x:trans]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
авто-трансформатор
? —
αυτομετασχηματιστής
как на
(ново)греческом
будет слово
трансформатор
? —
αυτομετασχηματιστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτομετασχηματιστής
? — авто-трансформатор, трансформатор
#
(ново)греческий словарь
—
αναζωγράφηση
—
αισθαντικά
—
ρεκλαμάρισμα
—
απεραντολόγημα
—
παρά
—
βατσιναρισμένος
—
καραϊβικός
—
διαμείβομαι
—
στρατεύσιμος
—
σπηλιά
—
λεχρίτης
—
διάχυλον
—
ενεργούμενο
—
ρημάζω
—
ιταλικός
—
βόμπιρας
—
κουτσομπόλης
—
αγρεύσιμος
—
λαμπρόσκολα
—
ζερνίκι
—
ψυχορραγώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве