|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διολίσθηση? — — αβαθμίδωτος — ναυλοτιμαριθμοποίηση — ανεπίβλεπτος — αεροφωτογραφία — ελεγείος — αρχιτέκτονας — απάλωνο — ποδηλάτης — ευκολόσβηστος — κόμη — βρόμι — βουτυρώδης — λωφάζω — ένσημο — αστάρωτος — αριολόγι — απαραβίαστος — καταπειστικός — ακρόρριζο — ελκώδης — διάγω |
|||