|
η пена (на варящейся пище) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пена? — αφριά как с (ново)греческого переводится слово αφριά? — пена — απανωδιαστός — συντροφικότητα — ανασύνταξη — βουδδιστής — επωνυμία — ξυστήρ — μπλοκάρω — αιτία — φαιδρύνω — θάρρος — ερωτόπουλο — γλεντζές — συστεγάζομαι — σπορεύς — διαφεντεύω — αποθηριώνω — καλέμι — εμφρακτήρ — αιγυπτιώτικος — αλληλογραφία — λαοκράτισσα |
|||