Новогреческий словарь
ξυπολιέμαι
ξυπολιέμαι
снимать обувь, разуваться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
снимать обувь
? —
ξυπολιέμαι
как на
(ново)греческом
будет слово
разуваться
? —
ξυπολιέμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξυπολιέμαι
? — снимать обувь, разуваться
#
(ново)греческий словарь
—
αιθερόδρομος
—
θερμαντικό
—
χουφτώνω
—
θερμοπληξία
—
προβληματίζομαι
—
αχτή
—
Βερολινέζος
—
σχιστός
—
αμμάστος
—
ελεφαντομάχος
—
μαϊμούδισμα
—
σούβλισμα
—
βυνοποιώ
—
βακίλλιον
—
μονημερίτικα
—
ελαιοκομία
—
ιπποδρομία
—
επωμίζομαι
—
κοινωφελία
—
τηλεσημία
—
σοβατζής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,