Новогреческий словарь
ανάδελφος
ανάδελφ|ος
не имеющий братьев
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
не имеющий братьев
? —
ανάδελφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανάδελφος
? — не имеющий братьев
#
(ново)греческий словарь
—
μεσιτεύω
—
προγονολάτρης
—
παρήχηση
—
αεριοπροώθηση
—
στρογγυλοποίηση
—
σφαλνω
—
γονυπετής
—
πλιατσικολόγημα
—
μονόγραμμα
—
διμηνίτης
—
αιμοθεραπεία
—
κράσις
—
μουθουνητό
—
στανικός
—
πνιχτικός
—
σταυρομάννα
—
αισθητότης
—
θαυμάσιος
—
νέκρωση
—
ξεπροβόδημα
—
ανεπιτηρησία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве